18 Φεβ 2009

100 πόσο μεγάλοι και πόσο Έλληνες;


Ο τηλεοπτικός σταθμός Σκάι ετοίμασε και διαφημίζει εδώ και καιρό μια σειρά ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «100 μεγάλοι Έλληνες». Δεν παρακολούθησα το πρώτο επεισόδιο (προβλήθηκε τη Δευτέρα), αλλά οι αντιρρήσεις μου έχουν να κάνουν με την ίδια τη λίστα αυτών των 100 (βλ. τη σχετική ιστοσελίδα) Η λίστα περιλαμβάνει ζωντανούς τε και τεθνεώτες, καλλιτέχνες, πολιτικούς, στρατηγούς, αθλητές, αρχαίους, αρχαιότερους και αρχαιότατους, νέους, νεότερους και σύγχρονους. Α, κι έναν αγνώστων λοιπών στοιχείων: τον άγνωστο στρατιώτη.

Ομολογώ ότι δεν μου αρέσουν οι λίστες (ή και τα συνθήματα, για τον ίδιο λόγο): πώς να κωδικοποιηθεί σε μερικές λέξεις ή επιλεγμένα ονόματα μια περίπλοκη πραγματικότητα; Και με ποια κριτήρια καταρτίζεται μια λίστα; Αν για παράδειγμα αναζητούσαμε τους 100 σπουδαιότερους λογοτέχνες που έχουν γράψει στην ελληνική γλώσσα (αρχαία και νέα) θα χωρούσαν όλοι; Κι αν όχι, με ποιο κριτήριο θα έμπαινε π.χ. ο Καζαντζάκης κι όχι ο Τσίρκας; Ή ο Τσίρκας κι όχι ο Αναγνωστάκης; Ή ο Όμηρος κι όχι η Σαπφώ; Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν à l’infini.


Η λίστα των «100 μεγάλων Ελλήνων», όμως, δεν φαίνεται να ακολουθεί κανένα ορθολογικό κριτήριο. Για παράδειγμα, τι θα πει «Έλληνας»; Γιατί πολύ αμφιβάλλω αν ο Ιουστινιανός ή ο Φίλιππος της Μακεδονίας θεωρούσαν εαυτούς Έλληνες... Επιπλέον, ποιο ακριβώς είναι το κριτήριο της αξίας που καθιστά κάποιον «μεγάλο»; Ο Ζαγοράκης είναι σπουδαιότερος απ’όλους τους υπόλοιπους Έλληνες ποδοσφαιριστές; Κι αν πρέπει απ’όλους τους Έλληνες καλλιτέχνες να επιλεγούν μόνο μερικοί, γιατί να περιληφθεί στη λίστα μόνο ο Λοϊζος κι όχι κι ο Κουγιουμτζής, για παράδειγμα; Ή, με ποιο κριτήριο μπορούμε να πούμε ότι η Γλύκατζη-Αρβελέρ είναι καλύτερη ή χειρότερη ιστορικός από τον Σβορώνο ή τον Ασδραχά; Μήπως τελικά ένα βασικό κριτήριο ήταν όχι η αξία ενός προσώπου – αν και, επαναλαμβάνω, κι αυτή είναι δύσκολο να αποτιμηθεί με ποσοτικά κριτήρια – αλλά αυτό που ονομάζεται αναγνωρισιμότητα;

Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ζήτημα: πραγματικά, τι θα πει «μεγάλος»; Είναι «μεγάλος» ο Νικόλαος Μαργιωρής; Πρόκειται, απ’ό,τι φαίνεται, για τον «πατριάρχη της ελληνικής μεταφυσικής». Πραγματικά, πόσους αφορά η μεταφυσική, και μάλιστα συνδυασμένη με το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανισμού; Όχι και πολλούς, φάνταζομαι (κι ελπίζω)... Αυτό όμως που βρίσκω ακατανόητο είναι η παρουσία στη λίστα των «100 μεγάλων» δύο δικτατόρων: του Μεταξά και του Παπαδόπουλου. Το επιχείρημα που έχω διαβάσει (βλ. τα σχόλια αυτού του ποστ) είναι ότι περιλαμβάνονται όσοι είχαν σπουδαίο ρόλο στην ελληνική ιστορία, είτε θετικό είτε αρνητικό. Σ’αυτή την περίπτωση όμως γιατί να επιλεγεί ο Παπαδόπουλος κι όχι κάποιος άλλος από τους χουντικούς; Επιπλέον, πολύ αμφιβάλλω αν αυτοί που ψήφισαν τον Παπαδόπουλο ως έναν από τους «μεγάλους Έλληνες» το έκαναν από το ενδιαφέρον τους να αναδειχθεί ο αρνητικός του ρόλος. Πιο πιθανό μου φαίνεται να τον επέλεξαν επειδή τον θεωρούν όντως σπουδαίο (όλοι έχουμε ακούσει αποφθέγματα του τύπου «Παπαδόπουλος που μας χρειάζεται» - προσωπικά θυμάμαι με φρίκη δασκάλα δημοτικού να εκθειάζει τη χούντα...).


Θα μπορούσα να φέρω πολλά ακόμα παραδείγματα από τη λίστα των «100 μεγάλων Ελλήνων» (ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ας πούμε, σε τι ακριβώς συνέβαλε;) και να γράψω πολλά ακόμα. Τελικά όμως, ένα πράγμα μου φαίνεται ότι χαρακτηρίζει την εν λόγω λίστα: μια συγκεκριμένη, λαϊκιστική αντίληψη της ελληνικής ιστορίας. Καταρχάς υιοθετείται πλήρως η αντίληψη της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας «από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα» (περνώντας φυσικά και από το Βυζάντιο). Αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο βέβαια: όσο κι αν κανένας σοβαρός ιστορικός δεν υιοθετεί πια αυτή την άποψη, όλοι έτσι διδαχτήκαμε την Ιστορία στο σχολείο. Επιπλέον, τα πρόσωπα που έχουν επιλεγεί επιβεβαιώνουν λίγο ως πολύ το άλλο στερεότυπο, αυτό του «δαιμόνιου της φυλής»: λίγο αρχαίο πνεύμα αθάνατο (γιατί όταν «εμείς» χτίζαμε την Ακρόπολη «αυτοί» ζούσαν πάνω στα δέντρα), λίγο πνεύμα λεβεντιάς κι αντίστασης (χάρη στους ήρωες του ’21 και τους αντιστασιακούς της κατοχής και της δικτατορίας, που ευτυχώς οι περισσότεροι δεν ζουν για να δουν τα ονόματά τους δίπλα-δίπλα με τον Όθωνα, τον Μεταξά και τον Παπαδόπουλο), ένας επιχειρηματίας (Ωνάσης) αντιπροσωπευτικά για να μην ξέχναμε και τι σπουδαίος εμπορικός λαός είμαστε, και λίγη μαγκιά (Λαζόπουλος).

Δυστυχώς, όταν η λογική που αναδεικνύεται είναι αυτή, προσωπικότητες με πραγματική αξία χάνονται σ’αυτό το περίεργο συνοθύλευμα, όπου φαίνεται να έχουν μπει περίπου κατά λάθος...

Α, και μια τελευταία παρατήρηση, λόγω προσωπικού γούστου: γιατί παρακαλώ να είναι «μεγάλος Έλληνας» ο Καζαντζίδης και να μην είναι κι η Μοσχολιού; Αν μη τι άλλο, αν σε μια λίστα οι μισοί ψηφίζουν Παπαδόπουλο κι οι άλλοι μισοί Παναγούλη είναι εμφανές ότι «δεν είμαστε στην ίδια τη συχνότητα, δεν είμαστε στον ίδιο τον σταθμό»...

13 Φεβ 2009

Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Γαλατίας


Πάνε βδομάδες που μαίνεται ένας κρυφός ή φανερός πόλεμος στο κομμάτι της Γαλατίας που σήμερα ονομάζουμε Γαλλία. Αφορμή το νομοσχέδιο της υπουργού παιδείας, Βαλερί Πεκρές, το οποίο προτείνει μεταρρυθμίσεις στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι καινούριο. Μήνες τώρα έχουν λιώσει πολλές σόλες οι αρμόδιοι φορείς και το υπουργείο να διαπραγματεύονται τις –ομολογουμένως αναγκαίες- αλλαγές σε σχολεία και πανεπιστήμια. Το σύστημα ως έχει έφαγε τα ψωμιά του, έφτασε σ’ένα τέλμα και χρειάζεται αλλαγή (σας θυμίζει κάτι η πρόταση;). Παρόλ’αυτά, η υπουργός πρότεινε έναν νόμο απαράδεκτο με τον οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, προβλέπονται υπεραρμοδιότητες για τον πρόεδρο του κάθε πανεπιστημίου και το διοικητικο συμβούλιο, περικοπές 1200 θέσεων εργασίας, λουκέτο σε πλήθος ερευνητικών κέντρων και μετατροπή των υπολοίπων σε μέσα παραγωγής ποσοτικης και μετρήσιμης γνώσης (βλ. γνώσης που μπορούν να αγοράσουν εταιρείες).

Δεν θα σταθώ στις περικοπές των θέσεων σε μια εποχή όπου χρειαζόμαστε σκεπτόμενους επιστήμονες περισσότερο από κάθε άλλη, ούτε στον κοινωνικό και οικονομικό τους αντίκτυπο. Είναι προφανές.

Θα σταθώ όμως στο στάτους των καθηγητών-ερευνητών, ένα ιδιαίτερο στάτους των διδασκόντων στη Γαλλία, όπου οι διδακτικές ώρες περιορίζονται στις 6 ανά βδομάδα και οι διδάσκοντες, οι οποίοι συνήθως σχετίζονται με κάποιο ερευνητικό κέντρο, έχουν υποχρέωση να διαβάζουν και να προωθούν την έρευνα. Σ’αυτό το στάτους έρχεται να βάλει χέρι ο νόμος Πεκρές, ή αλλιώς LRU (Libertés et Responsabilités des Universités), αφού προηγήθηκαν αλλεπάλληλες επιθέσεις στην έρευνα. Αναφέρω ενδεικτικά άρθρο της Figaro με πηχαίο τίτλο: το ¼ των ερευνητών δεν δημοσιεύουν , καθώς και τον απαράδεκτο λόγο του Σαρκοζύ στις 22 Ιανουαρίου, όπου μιλάει για «μετριότατη» έρευνα στη Γαλλία. Τόση είναι η διάθεση αυτομαστιγώματος του Προέδρου και του τύπου που ψάχνει παντού αργόσχολους ερευνητές, ώστε να αγνοεί τις μετρήσεις που κατατάσσουν τη χώρα στην πέμπτη θέση παγκοσμίως σε επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά στην 18η θέση ως προς τη χρηματοδότηση της έρευνας. Εννοείται ότι το πρόβλημα στο εκπαιδευτικό σύστημα όλων των χωρών δεν είναι ΠΟΤΕ η υποχρηματοδότηση, αλλά πάντα η εγγενής ροπή των ερευνητών στην ταβανοθεραπεία. Το ένα φυσικά δεν αποκλείει το άλλο, αλλά σίγουρα η λύση δεν έγκειται στην αξιολόγηση, όπως την φαντάζεται η κυρία Πεκρές.

Αξιολόγηση λοιπόν σημαίνει υπερεξουσίες στον πρόεδρο κάθε ιδρύματος, ο οποίος θα κρίνει πόσο παραγωγικοί είναι οι υφιστάμενοί του. Αν δεν τους βρίσκει αρκετά παραγωγικούς στην έρευνα, θα τους φορτώνει με περισσότερες ώρες μαθημάτων, να μην πηγαίνει χαμένος κι ο μισθός τους. Ένας δάσκαλος δηλαδή, πανεπιστημιακός, ο οποίος όχι μόνο δεν θα έχει χρόνο να διαβάζει, να ενημερώνεται βιβλιογραφικά για να εμπλουτίζει τις γνώσεις που θα μεταφέρει στους φοιτητές του, αλλά που θα βρίσκει και την ίδια τη διδασκαλία αγγαρεία, τιμωρία για τη λειψή του δουλειά. Ενδιαφέρουσα παιδαγωγικά άποψη.

Και τώρα θα αναρωτηθείτε και δικαίως, τίνι τρόπω θα γίνεται αυτή η περίφημη αξιολόγηση, από τον άνθρωπο που έτσι κι αλλιώς θα βρίσκεται σε στενή συνεργασία με το υπουργείο παιδείας και τις εθνικές του πολιτικές; Με βάση τις δημοσιεύσεις. Και εξηγώ: προβλέπεται με το εν λόγω νομοσχέδιο κατάταξη των διεθνών περιοδικών σε κατηγορίες, ανάλογα με το πόσο αξιόλογα θεωρούνται επιστημονικά (με τι κριτήρια μη με ρωτήσετε, τόσες πληροφορίες δεν έχω), και ο ερευνητής θα βαθμολογείται με ένα είδος point system (πώς είναι ο ελληνικός ΚΟΚ; Κάπως έτσι). Δημοσίευση στο New Left Review douze points, δημοσίευση στο Oriental Studies deux points, λυπάμαι χάσατε. Η λογική αυτή αυξάνει αυτόματα τον ανταγωνισμό της δημοσίευσης στην κορυφή (με αμφίβολα κριτήρια) μιας επιστημονικής πυραμίδας με αποτέλεσμα τον εκ των πραγμάτων περιορισμό της κριτικής σκέψης. Γιατί ο κάθε ερευνητής σαφώς θα προτιμήσει να «στρογγυλέψει» τις θέσεις του με περισσότερες ελπίδες για douze points, παρά να τολμήσει να αναπτύξει καινοτόμες ιδέες αλλά να μείνει με τα deux points του ανά χείρας. Επίσης, όπως όλοι ξέρουμε, το κάθε επιστημονικό περιοδικό αποκτά υπόσταση από τα άρθρα και τη συμβολή των συντακτών του, δεν είναι κενό γράμμα που πορεύεται εσαεί με το ίδιο περιεχόμενο και δυναμική.

Το άλλο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι πώς οι εμπνευστές της πρότασης δεν σκέφτηκαν ποτέ ότι μεγάλοι επιστήμονες όπως ο Καστοριάδης ή ο Benedict Anderson (που από την πολλή χρήση έγινε mainstream, αλλά όταν πρωτοέγραψε οι ιδέες του δεν ήταν καθόλου αυτονόητες) δεν δημοσίευσαν ΠΟΤΕ σε πρωτοκλασάτο περιοδικό της εποχής. Το αντίθετο μάλιστα, οι αιρετικές τους ιδέες φιλοξενήθηκαν μόνο σε μικρά, ακόμα και περιθωριακά έντυπα είτε από επιλογή είτε από ανάγκη. Το θέμα παραμένει ότι μπορούμε και σήμερα να τους διαβάζουμε χάρη στην ελευθερία κινήσεων που είχαν και στη μη αξιολόγησή τους από πρυτάνεις και διοικητικά συμβούλια. Η σκέψη αξιολογείται στην πράξη και όχι στη διαδικασία και στο comme il faut περιοδικό.

Τρίτον, καμία απολύτως πρόβλεψη δεν υπάρχει για τη συγγραφή βιβλίου: ούτε αξιολογείται στο point system, ούτε δικαιολογείται χρόνος άδειας γι’αυτό. Εν ολίγοις, απαξιώνεται η έννοια του βιβλίου και αποθεώνεται η σύνταξη άρθρων. Ακυρώνεται δηλαδή η επίπονη διαδικασία αναζήτησης υλικού και ολοκληρωμένης επεξεργασίας ενός θέματος, το οποίο μπορεί φυσικά να συνοψιστεί σε ένα καλό άρθρο, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να γραφτεί και λεπτομερώς.

Τέταρτο και τελευταίο, «φοριέται» πολύ τελευταία το επιχείρημα ότι το μεγάλο του έργο ή θα το γράψει κανείς μέχρι τα 40 ή δεν θα το γράψει ποτέ. (Όπως ακριβώς λένε κι οι Αμερικανοί επιχειρηματίες: ή θα βγάλεις το πρώτο σου εκατομμύριο (δολάρια) μέχρι τα 30 ή δεν θα το βγάλεις ποτέ). Αυτή ακριβώς είναι και η λογική της Πεκρές. Αφήστε τους νέους που είναι παραγωγικοί να κάνουν έρευνα και τους μεγαλύτερους να αναλάβουν το βάρος της διδασκαλίας. Εξαιρετικά ριζοσπαστική άποψη θα έλεγα και κρίμα που δεν εφαρμόστηκε και νωρίτερα: θα έπρεπε να διδάσκει λίγο παραπάνω ο Pasteur για να δικαιολογεί το μισθό του, θα είχαμε γλιτώσει κι από την ανακάλυψη του αντιλυσσικού ορού στα 63 του. Το ίδιο και ο Max Planck, που διατύπωσε τη θεωρία των κβάντα στα 41, ή ο Δαρβίνος που εξέδωσε την Εξέλιξη των Ειδών στα 50, για να μην αναφέρω τον Φουκό που έγραψε στην ίδια ηλικία το βιβλίο La Volonté de savoir. Ας σταματήσω όμως με τα παραδείγματα ων ουκ έστιν αριθμός, νομίζω ότι είναι σαφές το επιχείρημα.

Αυτό που αναρωτιέμαι είναι γιατί συμβαίνουν αυτά. Ούσα εκ πεποιθήσεως εναντίον των θεωριών συνομωσίας, έχω απορρίψει την ιδέα ότι διάφοροι νεοφιλελεύθεροι κάθονται στα υγρά και σκοτεινά τους γραφεία, προσπαθώντας να μας επιβάλλουν με ειδεχθή σχέδια και πλεκτάνες την επιστήμη που θα κάνουμε. Τα πράγματα είναι μάλλον χειρότερα. Μια συνομωσία μπορεί να ανατραπεί αν αποκαλυφθεί εγκαίρως. Η νοοτροπία του κόσμου όμως; Προς τα πού οδεύει η λογική του μέσου ανθρώπου; Προς την κατεύθυνση ακριβώς του νομοσχεδίου. Γιατί αυτές οι προτάσεις είναι απολύτως συμβατές με την εξέλιξη της σημερινής κοινωνίας, όπου αξία δεν θεωρείται η μόρφωση, η καλλιέργεια που λέγαν οι παλιότεροι, αλλά η μεγιστοποίηση του (οικονομικού) κέρδους στο λιγότερο δυνατό χρόνο. Δεν αμφισβητείται επί της ουσίας η εργατικότητα των ερευνητών, αμφισβητείται η αναγκαιότητα ανάπτυξης κριτικής σκέψης και η χρονοβόρα διαδικασία που απαιτείται για την απόκτησή της. Δεν μας αφορά ένας νέος Καστοριάδης, ή ένας νέος Φουκό, αν χρειάζονται 30 χρόνια για να ωριμάσουν. Δεν έχουμε ούτε το χρόνο, ούτε την πολυτέλεια να επενδύσουμε σ’αυτούς. Και το χειρότερο, όλοι οι άνθρωποι, με τις ευλογίες της σημερινής κοινωνίας, πρέπει να ζουν τον κομφορμισμό του 8ώρου στο γραφείο για να γίνεται αντιληπτή η δουλειά και η προσφορά τους, για να δικαιολογείται ο μισθός τους. Αλλιώς, γίνονται γραφικοί, χαραμοφάηδες και παράσιτα. Πείτε μου σας παρακαλώ ότι πρόκειται για διεθνή συνομωσία. Θα ηρεμήσω...

9 Φεβ 2009

Μία, δύο... πόσες πράσινες γραμμές;

Πρόσφατα έμαθα ότι υπάρχει και στη Βηρυτό μια πράσινη γραμμή (εδώ πληροφορίες γι’αυτή και γι’άλλες πράσινες γραμμές). Πρόκειται για τη γραμμή που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1975-1990) χώριζε τις γειτονιές της πόλης σε χριστιανικές και μουσουλμανικές. Η γραμμή ονομάστηκε πράσινη επειδή, καθώς έμενε αναξιοποίητη – απάτητη ουσιαστικά – τα κτήρια ερήμωσαν κι όλη η νεκρή ζώνη γέμισε με φυτά.

Η πράσινη γραμμή της Λευκωσίας, αν κι έχει (είχε; δεν έχω πάει από τότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα) γεμίσει κι αυτή σκουπίδια κι αγριοχόρτα, ονομάστηκε γι’άλλο λόγο πράσινη: από τη γραμμή που χάραξε ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων, Γιανγκ, με πράσινο μολύβι πάνω στον χάρτη, όταν στο τέλος του 1963 η Λευκωσία χωρίστηκε για πρώτη φορά – μετά από τα αιματηρά επεισόδια που για τους Ελληνοκύπριους για χρόνια ήταν απλώς η «ανταρσία των Τουρκοκύπριων» και για τους Τουρκοκύπριους ήταν τα «ματωμένα Χριστούγεννα» (βλ. εδώ για μερικά βασικά στοιχεία κυπριακής ιστορίας στα ελληνικά – σημειωτέον, αν και καθόλου αξιοπερίεργο, ότι η ελληνική και η τουρκική βικιπαίδεια έχουν αρκετά διαφορετική οπτική στην ιστορία της Κύπρου).


Η πράσινη γραμμή στην οδό Λήδρας, αφού έφυγε το φυλάκιο αλλά πριν ανοίξει το οδόφραγμα.


Όσο άσχημη έχει υπάρξει η λειτουργία της πράσινης γραμμής, τόσο ποιητικό είναι το όνομά της. Πριν πάω στη Λευκωσία, τη φανταζόμουν σαν μια γράμμη πράσινου χρώματος χαραγμένη στην άσφαλτο, σαν τις διαχωριστικές γραμμές των δρόμων. Στην πραγματικότητα, η πράσινη γραμμή (από το 2003 δεν υπάρχει πια – τουλάχιστον όχι στην προηγούμενη μορφή της) ήταν, μέσα στη Λευκωσία, διάσπαρτα συρματοπλέγματα, οδοφράγματα και φυλάκια από τα οποία ξεκινούσε η νεκρή ζωνή, μετά την οποία φαίνονταν τα φυλάκια των Τουρκοκύπριων, με τουρκικές και τουρκοκυπριακές σημαίες. Τα φυλάκια και τα συρματοπλέγματα μου έκαναν εξαρχής εντύπωση στη Λευκωσία. Όχι αυτά καθαυτά για την ακρίβεια, αλλά το πώς ξεφύτρωναν ξαφνικά μπροστά σου: περπατούσες στην παλιά πόλη (το μοναδικό όμορφο σημείο της Λευκωσίας) και ξαφνικά ο δρόμος μπροστά σου έκλεινε: «Απαγορεύεται η είσοδος – Νεκρή ζώνη». Κι ένα φυλάκιο βαμμένο μπλε και άσπρο. Τόσο πολύ με είχε επηρεάσει αυτή η περίεργη, μισή γεωγραφία, που δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο. Όσο ακόμα ζούσα στη Λευκωσία πήγαμε ταξίδι στο Πόζναν της Πολωνίας (λίγο σουρεαλιστικό αυτό το ανατολική Μεσόγειος – πολωνική επαρχία, ε; Δύο πτήσεις κι ένα τρένο χρειάστηκαν). Το Πόζναν διαθέτει μια πολύ όμορφη παλιά πόλη, την οποία και περπατήσαμε. Ε, λοιπόν είχα διαρκώς την αίσθηση ότι αυτή η παλιά πόλη κάπου έπρεπε να σταματάει απότομα, να έχει ένα συγκεκριμένο όριο πέρα από το οποίο δεν μπορείς να πας...


Εγκαταλειμμένο ελληνοκυπριακό φυλάκιο, κοντά στην πύλη Πάφου.


Ήταν πραγματικά περίεργη η αίσθηση ότι κάπου ο δρόμος σου κόβεται. Και παράξενη η διαπίστωση ότι οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι – τουλάχιστον οι συνομήλικοί μας, που είχαν γεννηθεί μετά το ’74 – δεν συνειδητοποιούσαν καν πόσο περίεργο ήταν αυτό, κι ούτε αναρωτιόντουσαν πώς συνέβη – πέρα από τα επετειακά «δεν ξεχνώ» και τα σημαιάκια που ανέμιζαν μπροστά στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας οι μαθητές σε κάθε επέτειο της ίδρυσης του ψευδοκράτους, τραγουδώντας για «την Κύπρο που οι εμπόροι τη μισούνε».

Πρόσφατα έμαθα για το εξής:
Rooftop Theatre Group. Πρόκειται για μια δικοινοτική θεατρική ομάδα. Απαρτίζεται από νέους ανθρώπους που προσπαθούν να προσφέρουν μια εναλλακτική ματιά στην κυπριακή ιστορία και ταυτότητα. Γι'αυτό τον λόγο δέχεται τα πυρά πολλών, με αφορμή π.χ. τη χρηματοδότησή της από αμερικανικά ιδρύματα. Και παλιότερα οι δικοινοτικές δραστηριότητες (αυτές π.χ. που πραγματοποιούνταν υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. - δεν ξέρω αν συνεχίζονται) είχαν προκαλέσει πολεμική.
Θεωρώ ότι όλες αυτές οι προσπάθειες είναι θετικές. Το μόνο "αρνητικό" που θα μπορούσα να τους προσάψω είναι ότι μερικές φορές γίνονται αφελείς ή υπεραπλουστεύουν τα ζητήματα. Έχω πάντως την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια (από την ίδρυση του πανεπιστημίου και μετά;) όλο και περισσότεροι νέοι Κύπριοι με όρεξη και ιδέες προσπαθούν να κάνουν καινούρια πράγματα στην Κύπρο. Αυτό από μόνο του είναι ήδη θετικό.

Τις φωτογραφίες παραχώρησε ο πολυταξιδεμένος γευσιγνώστης
Kangerlussuaq.

7 Φεβ 2009

America’s most patriotic town… ή η οδύσσεια ενός αλλοπαρμένου



Πολλοί συνάνθωποί μας μετακινούνται κάθε μέρα, για δουλειά, διακοπές ή και τα δύο, ταξιδεύουν, αλλάζουν αέρα, χώρα, καμιά φορά και ήπειρο. Τίποτα το αξιοσημείωτο μέχρι εδώ. Σημασία έχει ότι όσοι ξεκινάνε για κάπου (εκτός από όσους φεύγουν για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα) έχουν έναν συγκεκριμένο προορισμό. Συνήθως. Υπάρχουν όμως και οι λαμπρές εξαιρέσεις: άλλοι συνάνθρωποί μας που προφανώς δεν φημίζονται για την παρατηρητικότητα ή το κοφτερό τους μυαλό, οι οποίοι αλλού νομίζουν ότι πάνε κι αλλού βρίσκονται.

Και έρχομαι στο προκείμενο. Προ ολίγων εβδομάδων, ξεκίνησε η η οδύσσεια ενός wannabe ξενιτεμένου. Όλα άρχισαν από την επιθυμία του υποφαινομένου κουπεπιού να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο περισσού ενδιαφέροντος που θα άλλαζε την κοσμοθεωρία του και θα προωθούσε την παγκόσμια γνώση, με καινοτόμες εισηγήσεις και πρωτότυπες ιδέες. Και όλα αυτά σε μια πολύ λογική απόσταση από το ίδιο, βλ. Bristol, aka Αγγλία. Καταχαρούμενο το κουπέπι μπήκε στη διαδικασία υποβολής αιτήσεων, σύνταξης προτάσεων και μακροσκελούς αλληλογραφίας με τους Μπριστολιανούς διοργανωτές. Και ω του θαύματος, με περισσή υπερηφάνια, εξασφάλισε μια θέση εισηγητή στο εν λόγω ακαδημαϊκό γεγονός, Μια όμως που το συνέδριο, πιστό στην αγγλοσαξωνική παράδοση της μη κάλυψης εξόδων συμμετοχής, δεν κάλυπτε απολύτως τίποτα και σε συνδυασμό με τη σχετική μπατιροσύνη του κουπεπιού που θα γινόταν απόλυτη μετά το ακαδημαϊκό γεγονός, το ευφυέστατο κουπέπι αποφάσισε σε μια στιγμή έκλαμψης να στραφεί στο οικείο του ίδρυμα για να βοήθεια. Το τελευταίο βέβαια, βαθιά διαποτισμένο από την υποψία ότι οι επίδοξοι σύνεδροι έχουν απώτερο σκοπό να το σκάσουν με τους πενιχρούς πόρους της σχολής στις Μπαχάμες, ζητούσε της Πτμ (Παναγιάς τα μάτια) για να πειστεί για το αληθές του συνεδρίου (εν ολίγοις, μόνο πιστοποιητικο αποφοίτησης του διοργανωτού απ’το νηπιαγωγείο δεν ζήτησε).

Το θαρραλέο κουπέπι με τη σειρά του, απτόητο και φιλοσοφημένο, υπό το βάρος των ευθυνών του και της βαθιάς σοφίας του πολυμήχανου λαού του, αναφώνησε καρμικά σχεδόν: «Εδώ που φτάσαμε, ας παέι και το παλιάμπελο», και επιδόθηκε με ζήλο περισσό στην συγκέντρωση όλης της χαρτούρας. Το κομβικό χαρτί βέβαια ήταν ο υπολογισμος του κόστους και το ποσό που θα ζητούσε από τη σχολή. Το κουπέπι λοιπόν, περήφανος απόφοιτος της ανωτάτης μπακαλικής (ήτοι μετά βίας ξέρει να μετράει), προσέτρεξε στο προσφιλές του γούγλ για βοήθεια. Και αφού πήρε μολύβι και χαρτί, με την παγκοσμίως αλάνθαστη μέθοδο του τρεις-το-λάδι-τρεις-το-ξίδι κατέληξε σε ένα ποσό. Τα εισιτήρια ήταν μετά βίας διακόσια ευρόπουλα (άσε που θα μπορούσε να πάει και με το τραίνο), οπότε σώφρον θεώρησε να συμπεριλάβει και τα έξοδα διαμονής.


Συνεχίζει λοιπόν την έρευνα στο προαναφερθέν γουγλ, αποκλειστικά στα sites με ξενοδοχεία και hostels που έχουν προτείνει οι Μπριστολιανοί διοργανωτές. Κι ενώ όλα βαίνουσι καλώς, η νύχτα είναι γλυκιά και το κρασί ρέει άφθονο, έρχεται ο κεραυνός εν αιθρία: στο τελευταίο ξενοδοχείο διαβάζει με τρόμο στην κεφαλίδα Bristol: America’s most patriotic town! Και το κουπέπι παθαίνει απανωτά εγκεφαλικά...

Αυτό θα πει να μην ξέρεις όχι μόνο σε ποια χώρα πας, αλλά ούτε σε ποια ήπειρο. Με τρόμο διαπιστώνει ότι το εν λόγω Bristol βρίσκεται στο Rhode Island, 60 μίλια νότια της Βοστόνης. Αλλά όπως σοφά παρατήρησε και ο kangerlussuaq «θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Να δεις Rhode Island και να κλείσεις με τον Στρίντζη για Ρόδο!»

6 Φεβ 2009

"Μη μιλάς, κινδυνεύει η Ελλάς"

Θυμάστε ένα τραγούδι (είχε γίνει σουξέ πριν από κάτι χρόνια, αν δεν με απατά -και- η μνήμη μου) που μας προειδοποιούσε «μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς»; Ε, ο πρωθυπουργός χτες το βράδυ κάτι τέτοιο μας είπε. Αφού λοιπόν μας παρουσίασε την πολιτική της κυβέρνησης, η οποία ομολογώ ότι δεν πολυκατάλαβα ποια είναι, μας έθεσε προ των ευθυνών μας, κατά πώς λέει η γνωστή και πολυχρησιμοποιημένη έκφραση:


«Υπάρχει όμως ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα: Καμία οικονομική πολιτική, ειδικά στους δύσκολους σημερινούς καιρούς, δεν μπορεί να πετύχει από μόνη της. Απαιτείται ένα πολιτικό-κοινωνικό περιβάλλον που να ευνοεί τη συναίνεση, τουλάχιστον στα βασικά. Ένα περιβάλλον όπου οι κοινωνικές ομάδες - στις όποιες διεκδικήσεις τους - συνυπολογίζουν το κοινωνικό σύνολο. Όπου αποφεύγονται οι μετωπικές πολιτικές συγκρούσεις. Όπου δεν ισχύει το ‘όχι σε όλα’. Όπου δεν επιδιώκεται η δημιουργία κλίματος κοινωνικής αναταραχής.»


Δηλαδή, πώς ακριβώς είναι η λογική σειρά των πραγμάτων; Γιατί εγώ νόμιζα ότι διεκδικήσεις και κοινωνική αναταραχή (όχι ότι η υπάρξη διεκδικήσεων σημαίνει ότι υπάρχει κοινωνική αναταραχή, αλλά άλλο θέμα αυτό), ότι διεκδικήσεις και κοινωνική αναταραχή λοιπόν, δεν υπάρχουν όταν η οικονομική πολιτική είναι καλή (ικανοποιεί τέλος πάντων ένα μεγάλο μέρος των πολιτών) και τα πράγματα είναι γενικώς αν όχι ρόδινα τουλάχιστον καλά. Ο πρωθυπουργός όμως φαίνεται να λέει ακριβώς το αντίστροφο: καθίστε ήσυχοι, μη διεκδικείτε, μην κάνετε πολιτική τελικά, κι όλα θα πάνε καλά. Πρώτα δηλαδή πρέπει να δημιουργηθεί ένα ήρεμο κλίμα (πώς; από μόνο του; με δεήσεις στον ουράνιο πατέρα; με μαθήματα γιόγκας για όλους τους πολίτες;) και μετά θα φτιάξουν τα πράγματα. Εντάξει, δεν δήλωσε ποτέ μαρξιστής ο άνθρωπος, αλλά τόσος ιδεαλισμός πια; Προηγείται η ιδέα της κοινωνικής γαλήνης και συναίνεσης και έπεται η πραγματικότητά της, η υλική, έμπρακτη θεμελίωσή της;

Αν και, συγγνώμη, ο κ. Καραμανλής πιστεύει ότι κάτι πρέπει να είναι έμπρακτο:


«Οι περιστάσεις απαιτούν από όλους να αποδείξουμε έμπρακτα υπευθυνότητα, ωριμότητα, σοβαρότητα. Όλα αυτά που κάποτε μπορεί να θεωρούνταν πολυτέλεια, σήμερα αποτελούν ζωτική αναγκαιότητα. Αποτελούν το αυτονόητο για να ξεπεράσουμε την κρίση.»


Μάλιστα. Κατάλαβε κανείς τι είναι αυτά που ήταν «πολυτέλεια» και τώρα είναι πια «ζωτική αναγκαιότητα»; Υποψιάζομαι ότι πρόκειται για τη «συναίνεση». Αν λοιπόν τώρα «ζωτική αναγκαιότητα» είναι η συναίνεση, τι γίνεται «πολυτέλεια»; Η αντιπολίτευση και οι διεκδικήσεις μήπως;

Έχει και συνέχεια όμως:


«Θέλω να είμαι ξεκάθαρος: Η διεθνής κρίση, πολύ πιο έντονη από ό,τι στο ξεκίνημά της, χτυπάει τώρα και την πόρτα της χώρας μας. Η αντιμετώπισή της απαιτεί καθαρό σχέδιο και σταθερή βούληση για την εφαρμογή του. Το σχέδιο αυτό υπάρχει. Η βούλησή μας είναι δεδομένη. Ο στόχος είναι κοινός. Αφορά όλους τους πολίτες, όπου και εάν ανήκουμε πολιτικά.»


Crisis ante portas λοιπόν... Άφωνη, αφήνω κατά μέρος το «καθαρό σχέδιο» και τη «σταθερή βούληση». Πιο πολύ μού αρέσει το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού της τελευταίας φράσης: «όπου κι αν ανήκουμε πολιτικά»: ο πρωθυπουργός ταυτίζεται με τους πολίτες – και με τους αντιπολιτευόμενους πολίτες – για να τονίσει ακόμα πιο πολύ την ανάγκη συναίνεσης.

Και το τέλος – αποκορύφωμα:


«Οι δρόμοι της πολιτικής - το είπα πολλές φορές - είναι δύο: Ο δρόμος της υπευθυνότητας και ο δρόμος της ανευθυνότητας. Κάποιοι υπόσχονται εύκολες και ανέξοδες λύσεις. Τέτοιες λύσεις δεν υπάρχουν. Τέτοιοι δρόμοι θα οδηγούσαν σε τραγικά αδιέξοδα.»


Δύο δρόμοι λοιπόν, σαν να λέμε ο δρόμος της αρετής και ο δρόμος της κακίας. Το συμπέρασμα μάλλον είναι ότι ο δεύτερος δρόμος είναι αδιέξοδος – άρα υπάρχει τελικά ένας δρόμος, και καλά θα κάνουμε ν’ακούσουμε την κυβέρνηση και να τον ακολουθήσουμε χωρίς πολλά-πολλά, γιατί αλλιώς θα φταίμε εμείς που θα μπατάρει η χώρα...

Το μόνο για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο πρωθυπουργός είναι η πρωτοτυπία. Το επιχείρημά του, στην ουσία του, είναι κλασικό και χρησιμοποιημένο εδώ και δεκαετίες, κι όχι μόνο στην Ελλάδα: υπάρχει μόνο μία πολιτική για τη σωτηρία της οικονομίας / της κοινωνίας / της χώρας (ανάλογα με την περίσταση) κι αυτή είναι η δική μας πολιτική. Όποιος δεν τη στηρίζει υπονομεύει την πρόοδο της χώρας (στην καλύτερη, δημοκρατικότερη περίπτωση) ή θέτει σε κίνδυνο τη χώρα (όταν τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα) ή είναι εχθρός της χώρας / του λαού / του έθνους (στη χειρότερη, μη δημοκρατική περίπτωση όπου η αντίθετη άποψη δεν είναι ανεκτή). Ευτυχώς να λέμε: προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχουμε φτάσει σ’αυτό το τελευταίο...