12 Ιαν 2010

Yağmurlu günlerde hep seni andım

Η καταχνιά που λέγαμε... Το κτήριο με τη γαλλική σημαία είναι το Προξενείο της Γαλλίας. Πίσω φαίνεται ο Κεράτιος και το άνοιγμα του Βοσπόρου.

Τις μέρες με βροχή πάντα θυμόμουν εσένα.

Παράφραση είναι αυτός ο τίτλος. Υπάρχει ένα παλιό τουρκικό τραγούδι που λέγεται Mehtaplı gecelerde hep seni andım (τις νύχτες με πανσέληνο πάντα θυμόμουν εσένα).

Εγώ τις βροχερές μέρες θυμάμαι την Κωνσταντινούπολη. Έτσι κι αλλιώς γκρίζα τη θυμάμαι αυτή την πόλη, μουντή. Η βροχή σημαίνει επιπλέον λασπουριά στους δρόμους κι αν έχει κι αυτό τον καιρό που οι Τούρκοι ονομάζουν φουρτούνα (είναι αυτό που ο Σεφέρης λέει, στο «Πάνω σ’έναν ξένο στίχο», δρολάπι: πολλή βροχή και δυνατός αέρας) σημαίνει ότι είναι άθλος να περπατήσεις, καθώς ο αέρας σε παρασέρνει, νιώθεις να σε τρυπάει η βροχή και το κρύο και γίνεσαι μούσκεμα ό,τι κι αν φοράς. Ειδικά η ομπρέλα δεν βοηθάει καθόλου: αδύνατο να την κρατήσεις, μπορεί και να σπάσει. Η βροχή στην Κωνσταντινούπολη βέβαια είναι κι ο Βόσπορος φουρτουνιασμένος, μ’ένα δίχτυ ομίχλης και βροχής από πάνω. Κι ίσως νά’σαι στο βαποράκι για να περάσεις από την μιαν ακτή στην άλλη και να βλέπεις τη βροχή να πέφτει κατευθείαν στο νερό…

Την πρώτη φορά που πήγα χειμώνα στην Κωνσταντινούπολη, τη λάτρεψα. Αυτή η μουντάδα κι η συνεχής καταχνιά μού φαινόταν ότι έκανε την πόλη μαγική, νόμιζα ότι ήμουν σε μια άλλη διάσταση, σ’ένα παραμύθι. Αυτά πάνω-κάτω λέει ο περισσότερος κόσμος για την Κωνσταντινούπολη: ότι είναι μαγική, ότι νιώθεις πως είσαι σ’άλλη διάσταση ή σ’άλλο χρόνο, ότι έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα... Δεκτά όλα αυτά. Κυρίως όταν προέρχονται από τουρίστες, ή τέλος πάντων από ανθρώπους που δεν έχουν μείνει στην Κωνσταντινούπολη πάνω από μήνα.

Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρώ την ανάδυση ενός νέου « μύθου της κόκκινης μηλιάς », που δεν έχει απαραίτητα να κάνει με τον μαρμαρωμένο βασιλιά και το «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δική μας θά’ναι». Είναι ένας σύγχρονος μύθος, ο οποίος έχει αναπτυχθεί μαζί με μια γενικότερη μόδα οριενταλισμού και νοσταλγίας. Και μαζί και με μια άνευ ουσιαστικού περιεχομένου «προσέγγιση» με την Τουρκία. Και λέω ότι είναι άνευ ουσιαστικού περιεχομένου γιατί δεν παρατηρώ νά’χει αλλάξει ιδιαιτέρως ο τρόπος που βλέπουν οι Έλληνες τους Τούρκους ούτε να καταλαβαίνουν έστω λιγάκι καλύτερα την τουρκική κοινωνία – που δεν είναι εύκολο να την καταλάβεις, αλλά δεν βλέπω καν να αποδέχονται ότι ναι, είναι κι αυτή μια περίπλοκη κοινωνία σε διαρκή αλλαγή, όπως όλες οι άλλες.

Έχω δει επίσης καλλιτέχνες να καταπιάνονται με την Τουρκία. Τα βιβλία δεν τα αναφέρω καν. Είναι πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια τα βιβλία που έχουν σαν φόντο ή θέμα την Τουρκία. Υπάρχουν επίσης ταινίες («Το μόνο της ζωής του ταξείδιον» και, κυρίως, η «Πολίτικη κουζίνα»). Κι έχω συναντήσει ένα σωρό Έλληνες που τα τελευταία χρόνια πάνε να ζήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Κυρίως φοιτητές Τουρκικών Σπουδών ή και άλλων σχολών που πάνε να μάθουν τουρκικά. Κι απ’όλους αυτούς θα περίμενα μια λιγότερο επιφανειακή προσέγγιση. Αντ’αυτού, αναπαράγουν τα ίδια κλισέ των τουριστών: πόσο «πολύχρωμη» είναι η Πόλη, πόσο «πολυπολιτισμική» σε σχέση με την κατά τη γνώμη τους επαρχιώτικη Ελλάδα, πόσο τη λατρεύουν και νιώθουν αμέσως κομμάτι της...

Δεν έχουν καταλάβει τίποτα.


Αυτό δηλαδή είναι πολυχρωμία και κοσμοπολιτισμός;


Την Κωνσταντινούπολη τη νιώθω δική μου πόλη. Έζησα εκεί τρία χρόνια. Ένιωσα εντελώς μέρος της γιατί εκείνη την εποχή Έλληνες δεν υπήρχαν, οι ξένοι που έτυχε να γνωρίσω ζούσαν εντελώς αποκομμένοι από την τουρκική κοινωνία και δεν με αφορούσαν καθόλου κι έτσι συναναστρεφόμουν μόνο Τούρκους. Και τους σωστούς Τούρκους. Δηλαδή, απ’αυτούς τους ανθρώπους που σ’όποια χώρα και να πας είναι καλό να γνωρίζεις: ανθρώπους που ενδιαφέρονται βαθιά για την κοινωνία τους κι έχουν πράγματα να σου πουν. Και λόγω σπουδών, νιώθω αυτούς τους ανθρώπους εντελώς δικούς μου. Νιώθω ότι μ’αυτούς έχω να μοιραστώ ιδέες και προβληματισμούς. Για εμένα τα πράγματα συμβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη. Τη νιώθω δική μου, νιώθω δική μου τη γλώσσα της: είναι μια ξένη γλώσσα που έμαθα ενήλικη πια, αλλά τη νιώθω μέσα μου πολύ περισσότερο απ’οποιαδήποτε άλλη ξένη γλώσσα – είναι για μένα ακριβώς μετά τη μητρική μου γλώσσα. Από τις λέξεις που χρησιμοποιεί κάποιος, από τα επιφωνήματα και τον τρόπο που τονίζει και προφέρει τις λέξεις μπορώ να καταλάβω ακριβώς τι εννοεί και πώς το εννοεί. Κι ο πλούτος αυτής της γλώσσας είναι τεράστιος. Έχει διαφορετική λογική απ’αυτή που έχουμε συνηθίσει, αλλά έχει και τόσο παραστατικές εκφράσεις!

Αλλά η Κωνσταντινούπολη μού είναι ανυπόφορη. Είναι γκρίζα, μουντή, βρώμικη, φασαριόζικη. Αφού μείνεις για λίγο καιρό συνειδητοποιείς ότι αυτή η μόνιμη ομίχλη που σου φαινόταν τόσο γοητευτική είναι στην πραγματικότητα κάπνα από το κακής ποιότητας κάρβουνο που καίνε σε πολλά σπίτια για να ζεσταθούν επειδή είναι φτηνό και δεν έχουν χρήματα για κάτι άλλο. Αυτή νομίζω είναι μια καλή αναλογία για όλα αυτά που φαίνονται γοητευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Τα σκοτεινά σοκάκια γύρω από το Ταξίμ (αν κι έχουν αρχίσει ν’αλλάζουν κι αυτά) ή τα επαγγέλματα που έχουν εξαφανιστεί πια στην Ελλάδα και μας θυμίζουν δεκαετία του ’50: λουστράκια, δηλαδή παιδιά που αναγκάζονται να δουλέψουν. Ή πλανώδιοι πωλητές και μαγαζιά που πουλάνε οτιδήποτε μεταχειρισμένο, από κούκλες μέχρι παπούτσια: φτώχεια. Φοιτητές που νομίζεις ότι έχουν βγει από τη δεκαετία του ’50 ή του ’60 γιατί φοράνε μόνο τζην και πουλόβερ σε μουντά χρώματα και πάνε στα πια φτηνά καφέ που υπάρχουν για να πιουν μόνο τσάι και συζητάνε για πολιτική σαν τους γονείς μας επί δικτατορίας: φτώχεια και συντηρητισμός. Η νοσταλγία η δική μας λοιπόν... νοσταλγία για τι άλλωστε; Για την περιορισμένη ζωή περασμένων δεκαετιών; Η δική μας νοσταλγία είναι η φτώχεια των άλλων. Είναι τα προβλήματα κι οι περιορισμοί που βιώνουν.

Και κυρίως: όσες πολλές όψεις και νά’χει η Κωνσταντινούπολη, όταν μένεις εκεί βλέπεις μόνο μία – ή αν είσαι τυχερός δύο. Όχι παραπάνω. Και συνέχεια τους ίδιους ανθρώπους και τα ίδια μέρη. Γιατί υπάρχουν τόσα χάσματα: όχι μόνο οικονομικό χάσμα αλλά και χάσμα νοοτροπίας. Άρα δεν βγαίνεις εύκολα από το ένα περιβάλλον στο οποίο νιώθεις ότι κολλάς. Οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις είναι μεγαλουπόλεις ακριβώς επειδή νιώθεις ότι σε κάθε βήμα μπορεί να συμβούν τα πάντα: να γνωρίσεις εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, κυρίως. Η Κωνσταντινούπολη των τόσων (πόσων; 15;) εκατομμυρίων είναι επαρχία γιατί δεν καταφέρνει να φέρει κοντά ανθρώπους από διαφορετικά περιβάλλοντα.

Δεν θέλω να πω ότι η Τουρκία έχει μείνει πίσω κι έτσι θα παραμείνει. Όχι. Το κάθε άλλο. Η τουρκική κοινωνία έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία δέκα χρόνια (κι αναφέρομαι μόνο στα τελευταία δέκα χρόνια, γιατί τόσα περίπου είναι τα χρόνια που επισκέπτομαι εγώ την Τουρκία). Και στην πολιτική γίνονται ανοίγματα αδιανόητα ως χθες. Που μερικά μάλιστα τα ζηλεύω: ενώ στην Τουρκία αρχίζουν να συζητάνε πράγματα σημαντικά, την ίδια την ιστορία και την κοινωνία τους, το θέμα των Αρμενίων, το κουρδικό, στην Ελλάδα παρατηρώ μια οπισθοδρόμηση τα τελευταία χρόνια: αν κάποιος τολμήσει να πει κάτι έξω από τις άχρηστες ιστορικές γνώσεις του σχολείου, που τις έχουμε πια αναγάγει σε υπέρτατη αλήθεια, είναι αυτομάτως προδότης. Η Τουρκία λοιπόν αλλάζει, κι η αλλαγή φαίνεται και στην Κωνσταντινούπολη.

Αλλά εμένα εξακολουθεί να μου προκαλεί μελαγχολία και να μου δημιουργεί μια σχιζοφρένεια. Την αγαπάω, τη νιώθω δική μου, ξέρω ότι εκεί είναι οι άνθρωποι με τους οποίους συνομιλώ, τα ζητήματα που μ’ενδιαφέρουν. Αλλά δεν την αντέχω. Είναι πολύ δύσκολη η ζωή στην Κωνσταντινούπολη, ό,τι κι αν λένε τα ελληνάκια που πάνε πια τσούρμο εκεί και φτιάχνουν μια ελληνική κοινότητα για χαβαλέδιασμα μεταξύ τους. Δεν έχουν καταλάβει τίποτα.

Γιατί ακόμα κι οι άνθρωποι που είναι από την Κωνσταντινούπολη νιώθουν αυτή τη δυσκολία και βιώνουν αυτή τη σχιζοφρένεια. Μίλησα σ’έναν απ’αυτούς γι’αυτή την αντίφαση της Κωνσταντινούπολης, που μου προκαλεί, το ότι τη νιώθω τόσο δική μου αλλά δεν την αντέχω. Και μου απάντησε: «καλωσήρθες».

10 Ιαν 2010

Το Βερολίνο εργαστήριο ιστοριογραφίας;



Ένα πράγμα που διαπιστώνει κανείς εύκολα στο Βερολίνο είναι πόσο πολύ πουλάει η Ιστορία σ’αυτή την πόλη. Λογικό βέβαια, γιατί όλη η ιστορία του 20ου αιώνα βρίσκεται αποτυπωμένη στη γερμανική πρωτεύουσα. Σε σχέση με τις προηγούμενες φορές που είχα πάει στο Βερολίνο (η τελευταία πριν από δυόμισι χρόνια), τώρα μου φάνηκε ότι η Ιστορία έχει γίνει ακόμα περισσότερο τουριστική ατραξιόν. Υποθέτω ότι συμβάλλει σ’αυτό το γεγονός πως πριν από δυο μήνες γιορτάστηκαν τα 20 χρόνια από την πτώση του τείχους, αλλά και το ότι το Βερολίνο γίνεται όλο και πιο δημοφιλής τουριστικός προορισμός (μα τόσοι τουρίστες!). Ο τρόπος όμως με τον οποίο προβάλλεται η Ιστορία στο Βερολίνο μου φάνηκε προβληματικός.

Ως τουριστική ατραξιόν χρησιμοποιείται κυρίως ό,τι έχει να κάνει με την πρώην Ανατολική Γερμανία – όπως πολύ σωστά παρατήρησε και ο Ημιθανής (βλ. προηγούμενη ανάρτηση), κανείς δεν θα σκεφτόταν να πουλήσει σουβενίρ με τον αγκυλωτό σταυρό, κάτι που αποδεικνύει και πόσο κενή περιεχομένου είναι η εξίσωση ναζισμού και κομμουνισμού που επιχειρείται κατά καιρούς. Ό,τι έχει να κάνει λοιπόν με το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού (γιατί αυτό ήταν κι όχι κομμουνισμός!) μετατρέπεται σ’ένα ατελείωτο φολκλόρ, να το βλέπουμε και να γελάμε. Λες κι ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν μια φάρσα της Ιστορίας, ένα πάρτυ μασκέ που κράτησε 70 χρόνια (στην ΕΣΣΔ 70). Αναπτήρες με το σήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μπλουζάκια, σήματα, κονκάρδες... Μπιχλιμπίδια για τουρίστες που δίνουν χρώμα στη σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική ομοιομορφία.

Κι άντε, αυτά να δεχτούμε ότι είναι δημιουργήματα των τουριστικών επιχειρήσεων, εξίσου κιτς στην πραγματικότητα με τα τσολιαδάκια και τις γύψινες προτομές που πουλάνε στην Πλάκα. Η ίδια λογική όμως κυριαρχεί και στα μουσεία. Στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο (Deutsches Historisches Museum) δεν υπάρχει καμία προσπάθεια να κατανοηθεί από που προήλθε αυτό το καθεστώς, σε ποια ιστορική ανάγκη απαντούσε και τι σήμαινε. Αντ’αυτού, τα εκθέματα και οι επεξηγηματικές ταμπελίτσες τους ή αναπαράγουν το ίδιο φολκλόρ (ένα αυτοκίνητο τράμπαντ, ανατολικογερμανική μόδα, ηλεκτρικές συσκευές...) ή, ενίοτε με ειρωνικές διατυπώσεις, υποβάλλουν στον επισκέπτη ότι το καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας ήταν a priori κακό παράλογο. Εδώ τονίζω και το a priori και το παράλογο.

Καταρχάς, αν θέλουμε να λέμε ότι η σκέψη μας βασίζεται στον ορθό λόγο, δεν μπορούμε να θεωρούμε τίποτα εκ των προτέρων παράλογο. Πρέπει πάντα και για τα πάντα να θέτουμε στο μυαλό μας την ερώτηση «γιατί;». Γιατί ήταν κακό και παράλογο το καθεστώς; Για πολύ συγκεκριμένους λόγους, κυρίως για την καταπίεση και την έλλειψη οποιασδήποτε ελευθερίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε ορισμένους, πολύ συγκεκριμένους τομείς δεν είχε πετύχει να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Είχε παιδεία, είχε περίθαλψη, είχε πετύχει την ισότητα των πολλών, αν και βέβαια όχι όλων (γιατί φυσικά η νομενκλατούρα του κόμματος και του κράτους ήταν «πιο ίση από τους υπολοίπους» κατά την οργουελική φράση). Αν τα παραβλέψουμε όλα αυτά, τότε δεν θα καταλάβουμε ποτέ τι ήταν αυτό το καθεστώς, και κυρίως δεν θα καταλάβουμε γιατί υπάρχουν σήμερα Γερμανοί που αναπολούν την Ανατολική Γερμανία. Θα μας φαίνονται παράλογοι, και κατά τη γνώμη μου αποτελεί αξίωμα των κοινωνικών επιστημών ότι μία ολόκληρη ομάδα ανθρώπων που θέλει / δηλώνει / διεκδικεί / απορρίπτει κάτι δεν μπορεί να θεωρηθεί συλλήβδην παράλογη.


Αυτό είναι το ένα κομμάτι. Το άλλο είναι ίσως ακόμα πιο ανησυχητικό. Στο Βερολίνο ξαναγράφεται η Ιστορία. Ή μάλλον διαγράφεται η Ιστορία. Όλη η Ιστορία. Οι Γερμανοί νιώθουν ενοχές για το παρελθόν τους, αυτό είναι γνωστό και ισχύει κυρίως και πρωτίστως για τον ναζισμό και το ολοκαύτωμα. Εξίσου αμήχανα όμως μου φάνηκε ότι αντιμετωπίζουν και τον υπαρκτό σοσιαλισμό, κάτι που είναι κατανοητό στον βαθμό που για τους Γερμανούς το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρξε ίσως πιο τραυματικό απ’ό,τι για οποιονδήποτε άλλο λαό της Ευρώπης, γιατί σήμαινε ταυτόχρονα και τον διχασμό τους σε ανατολικούς και δυτικούς. Ο ναζισμός και ο υπαρκτός σοσιαλισμός είναι για τους Γερμανούς τραύματα πολύ πραγματικά και βαθιά, φαινόμενα της ιστορίας τους τα οποία δυσκολεύονται να κατανοήσουν και που επηρεάζουν την ίδια την ταυτότητά τους.

Και πώς τα αντιμετωπίζουν; Με το να μην τα αντιμετωπίζουν. Από το επεξηγηματικό ταμπελάκι έργου σύγχρονου Γερμανού εικαστικού (από έκθεση αφιερωμένη στη γερμανικη τέχνη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που διοργανώνεται στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο - εδώ η ιστοσελίδα στα αγγλικά): “[…] [the artist] touched tabooed German symbols and thus provocatively inquired whether history can be transcended by repressing it from consciousness.” Μάλιστα. Επειδή δεν μας αρέσουν συγκεκριμένα ιστορικά φαινόμενα, αντί να προσπαθήσουμε να τα κατανοήσουμε, απορρίπτουμε όλη την Ιστορία. Πρόκειται για ένα μόνο παράδειγμα, βέβαια, κι ούτε καν σε βιβλίο ιστορίας. Ωστόσο, μου έκανε εντύπωση γιατί μου φάνηκε πολύ χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατούσε σ’όλο το μουσείο και της εντύπωσης που μου έδωσε το Βερολίνο γενικά. Ενώ λοιπόν δεν έχω καμία «πατριωτική» ανησυχία ότι κινδυνεύει ή υπονομεύεται η «εθνική μας ιστορία», η υπονόμευση της Ιστορίας γενικά με ανησυχεί. Ελπίζω να κάνω λάθος...


Κι ένα ακόμα παραλειπόμενο από το Βερολίνο...

Τα κουπέπκια με χαρά (μάλλον όχι και των υπολοίπων) ανακάλυψαν ακόμα μία δραστηριότητα που θα έπρεπε να αποφεύγουν να κάνουν μαζί (η πρώτη και βασική είναι το μαγείρεμα, όπου πετάνε τετζερέδες το ένα στο κεφάλι του άλλου ακόμα και για απλά ζητήματα όπως το σούρωμα των μακαρονιών): να δίνουν οδηγίες στον οδηγό. Το υποφαινόμενο κουπέπι, οπαδός του ορθού λόγου, επιμένει να χρησιμοποιεί χάρτη, ενώ το έτερο κουπέπι προτιμάει το ένστικτο τού «ε, η γενική κατεύθυνση είναι προς τα εκεί, στρίψε εδώ δεξιά και βλέπουμε». Παρόλα αυτά, κάθε βράδυ φτάναμε στο σπίτι (στο εξωτικό Zelhendorf) καρφί!