Τις μέρες με βροχή πάντα θυμόμουν εσένα.
Παράφραση είναι αυτός ο τίτλος. Υπάρχει ένα παλιό τουρκικό τραγούδι που λέγεται Mehtaplı gecelerde hep seni andım (τις νύχτες με πανσέληνο πάντα θυμόμουν εσένα).
Εγώ τις βροχερές μέρες θυμάμαι την Κωνσταντινούπολη. Έτσι κι αλλιώς γκρίζα τη θυμάμαι αυτή την πόλη, μουντή. Η βροχή σημαίνει επιπλέον λασπουριά στους δρόμους κι αν έχει κι αυτό τον καιρό που οι Τούρκοι ονομάζουν φουρτούνα (είναι αυτό που ο Σεφέρης λέει, στο «Πάνω σ’έναν ξένο στίχο», δρολάπι: πολλή βροχή και δυνατός αέρας) σημαίνει ότι είναι άθλος να περπατήσεις, καθώς ο αέρας σε παρασέρνει, νιώθεις να σε τρυπάει η βροχή και το κρύο και γίνεσαι μούσκεμα ό,τι κι αν φοράς. Ειδικά η ομπρέλα δεν βοηθάει καθόλου: αδύνατο να την κρατήσεις, μπορεί και να σπάσει. Η βροχή στην Κωνσταντινούπολη βέβαια είναι κι ο Βόσπορος φουρτουνιασμένος, μ’ένα δίχτυ ομίχλης και βροχής από πάνω. Κι ίσως νά’σαι στο βαποράκι για να περάσεις από την μιαν ακτή στην άλλη και να βλέπεις τη βροχή να πέφτει κατευθείαν στο νερό…
Την πρώτη φορά που πήγα χειμώνα στην Κωνσταντινούπολη, τη λάτρεψα. Αυτή η μουντάδα κι η συνεχής καταχνιά μού φαινόταν ότι έκανε την πόλη μαγική, νόμιζα ότι ήμουν σε μια άλλη διάσταση, σ’ένα παραμύθι. Αυτά πάνω-κάτω λέει ο περισσότερος κόσμος για την Κωνσταντινούπολη: ότι είναι μαγική, ότι νιώθεις πως είσαι σ’άλλη διάσταση ή σ’άλλο χρόνο, ότι έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα... Δεκτά όλα αυτά. Κυρίως όταν προέρχονται από τουρίστες, ή τέλος πάντων από ανθρώπους που δεν έχουν μείνει στην Κωνσταντινούπολη πάνω από μήνα.
Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρώ την ανάδυση ενός νέου « μύθου της κόκκινης μηλιάς », που δεν έχει απαραίτητα να κάνει με τον μαρμαρωμένο βασιλιά και το «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δική μας θά’ναι». Είναι ένας σύγχρονος μύθος, ο οποίος έχει αναπτυχθεί μαζί με μια γενικότερη μόδα οριενταλισμού και νοσταλγίας. Και μαζί και με μια άνευ ουσιαστικού περιεχομένου «προσέγγιση» με την Τουρκία. Και λέω ότι είναι άνευ ουσιαστικού περιεχομένου γιατί δεν παρατηρώ νά’χει αλλάξει ιδιαιτέρως ο τρόπος που βλέπουν οι Έλληνες τους Τούρκους ούτε να καταλαβαίνουν έστω λιγάκι καλύτερα την τουρκική κοινωνία – που δεν είναι εύκολο να την καταλάβεις, αλλά δεν βλέπω καν να αποδέχονται ότι ναι, είναι κι αυτή μια περίπλοκη κοινωνία σε διαρκή αλλαγή, όπως όλες οι άλλες.
Έχω δει επίσης καλλιτέχνες να καταπιάνονται με την Τουρκία. Τα βιβλία δεν τα αναφέρω καν. Είναι πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια τα βιβλία που έχουν σαν φόντο ή θέμα την Τουρκία. Υπάρχουν επίσης ταινίες («Το μόνο της ζωής του ταξείδιον» και, κυρίως, η «Πολίτικη κουζίνα»). Κι έχω συναντήσει ένα σωρό Έλληνες που τα τελευταία χρόνια πάνε να ζήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Κυρίως φοιτητές Τουρκικών Σπουδών ή και άλλων σχολών που πάνε να μάθουν τουρκικά. Κι απ’όλους αυτούς θα περίμενα μια λιγότερο επιφανειακή προσέγγιση. Αντ’αυτού, αναπαράγουν τα ίδια κλισέ των τουριστών: πόσο «πολύχρωμη» είναι η Πόλη, πόσο «πολυπολιτισμική» σε σχέση με την κατά τη γνώμη τους επαρχιώτικη Ελλάδα, πόσο τη λατρεύουν και νιώθουν αμέσως κομμάτι της...
Δεν έχουν καταλάβει τίποτα.
Αυτό δηλαδή είναι πολυχρωμία και κοσμοπολιτισμός;
Την Κωνσταντινούπολη τη νιώθω δική μου πόλη. Έζησα εκεί τρία χρόνια. Ένιωσα εντελώς μέρος της γιατί εκείνη την εποχή Έλληνες δεν υπήρχαν, οι ξένοι που έτυχε να γνωρίσω ζούσαν εντελώς αποκομμένοι από την τουρκική κοινωνία και δεν με αφορούσαν καθόλου κι έτσι συναναστρεφόμουν μόνο Τούρκους. Και τους σωστούς Τούρκους. Δηλαδή, απ’αυτούς τους ανθρώπους που σ’όποια χώρα και να πας είναι καλό να γνωρίζεις: ανθρώπους που ενδιαφέρονται βαθιά για την κοινωνία τους κι έχουν πράγματα να σου πουν. Και λόγω σπουδών, νιώθω αυτούς τους ανθρώπους εντελώς δικούς μου. Νιώθω ότι μ’αυτούς έχω να μοιραστώ ιδέες και προβληματισμούς. Για εμένα τα πράγματα συμβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη. Τη νιώθω δική μου, νιώθω δική μου τη γλώσσα της: είναι μια ξένη γλώσσα που έμαθα ενήλικη πια, αλλά τη νιώθω μέσα μου πολύ περισσότερο απ’οποιαδήποτε άλλη ξένη γλώσσα – είναι για μένα ακριβώς μετά τη μητρική μου γλώσσα. Από τις λέξεις που χρησιμοποιεί κάποιος, από τα επιφωνήματα και τον τρόπο που τονίζει και προφέρει τις λέξεις μπορώ να καταλάβω ακριβώς τι εννοεί και πώς το εννοεί. Κι ο πλούτος αυτής της γλώσσας είναι τεράστιος. Έχει διαφορετική λογική απ’αυτή που έχουμε συνηθίσει, αλλά έχει και τόσο παραστατικές εκφράσεις!
Αλλά η Κωνσταντινούπολη μού είναι ανυπόφορη. Είναι γκρίζα, μουντή, βρώμικη, φασαριόζικη. Αφού μείνεις για λίγο καιρό συνειδητοποιείς ότι αυτή η μόνιμη ομίχλη που σου φαινόταν τόσο γοητευτική είναι στην πραγματικότητα κάπνα από το κακής ποιότητας κάρβουνο που καίνε σε πολλά σπίτια για να ζεσταθούν επειδή είναι φτηνό και δεν έχουν χρήματα για κάτι άλλο. Αυτή νομίζω είναι μια καλή αναλογία για όλα αυτά που φαίνονται γοητευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Τα σκοτεινά σοκάκια γύρω από το Ταξίμ (αν κι έχουν αρχίσει ν’αλλάζουν κι αυτά) ή τα επαγγέλματα που έχουν εξαφανιστεί πια στην Ελλάδα και μας θυμίζουν δεκαετία του ’50: λουστράκια, δηλαδή παιδιά που αναγκάζονται να δουλέψουν. Ή πλανώδιοι πωλητές και μαγαζιά που πουλάνε οτιδήποτε μεταχειρισμένο, από κούκλες μέχρι παπούτσια: φτώχεια. Φοιτητές που νομίζεις ότι έχουν βγει από τη δεκαετία του ’50 ή του ’60 γιατί φοράνε μόνο τζην και πουλόβερ σε μουντά χρώματα και πάνε στα πια φτηνά καφέ που υπάρχουν για να πιουν μόνο τσάι και συζητάνε για πολιτική σαν τους γονείς μας επί δικτατορίας: φτώχεια και συντηρητισμός. Η νοσταλγία η δική μας λοιπόν... νοσταλγία για τι άλλωστε; Για την περιορισμένη ζωή περασμένων δεκαετιών; Η δική μας νοσταλγία είναι η φτώχεια των άλλων. Είναι τα προβλήματα κι οι περιορισμοί που βιώνουν.
Και κυρίως: όσες πολλές όψεις και νά’χει η Κωνσταντινούπολη, όταν μένεις εκεί βλέπεις μόνο μία – ή αν είσαι τυχερός δύο. Όχι παραπάνω. Και συνέχεια τους ίδιους ανθρώπους και τα ίδια μέρη. Γιατί υπάρχουν τόσα χάσματα: όχι μόνο οικονομικό χάσμα αλλά και χάσμα νοοτροπίας. Άρα δεν βγαίνεις εύκολα από το ένα περιβάλλον στο οποίο νιώθεις ότι κολλάς. Οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις είναι μεγαλουπόλεις ακριβώς επειδή νιώθεις ότι σε κάθε βήμα μπορεί να συμβούν τα πάντα: να γνωρίσεις εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, κυρίως. Η Κωνσταντινούπολη των τόσων (πόσων; 15;) εκατομμυρίων είναι επαρχία γιατί δεν καταφέρνει να φέρει κοντά ανθρώπους από διαφορετικά περιβάλλοντα.
Δεν θέλω να πω ότι η Τουρκία έχει μείνει πίσω κι έτσι θα παραμείνει. Όχι. Το κάθε άλλο. Η τουρκική κοινωνία έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία δέκα χρόνια (κι αναφέρομαι μόνο στα τελευταία δέκα χρόνια, γιατί τόσα περίπου είναι τα χρόνια που επισκέπτομαι εγώ την Τουρκία). Και στην πολιτική γίνονται ανοίγματα αδιανόητα ως χθες. Που μερικά μάλιστα τα ζηλεύω: ενώ στην Τουρκία αρχίζουν να συζητάνε πράγματα σημαντικά, την ίδια την ιστορία και την κοινωνία τους, το θέμα των Αρμενίων, το κουρδικό, στην Ελλάδα παρατηρώ μια οπισθοδρόμηση τα τελευταία χρόνια: αν κάποιος τολμήσει να πει κάτι έξω από τις άχρηστες ιστορικές γνώσεις του σχολείου, που τις έχουμε πια αναγάγει σε υπέρτατη αλήθεια, είναι αυτομάτως προδότης. Η Τουρκία λοιπόν αλλάζει, κι η αλλαγή φαίνεται και στην Κωνσταντινούπολη.
Αλλά εμένα εξακολουθεί να μου προκαλεί μελαγχολία και να μου δημιουργεί μια σχιζοφρένεια. Την αγαπάω, τη νιώθω δική μου, ξέρω ότι εκεί είναι οι άνθρωποι με τους οποίους συνομιλώ, τα ζητήματα που μ’ενδιαφέρουν. Αλλά δεν την αντέχω. Είναι πολύ δύσκολη η ζωή στην Κωνσταντινούπολη, ό,τι κι αν λένε τα ελληνάκια που πάνε πια τσούρμο εκεί και φτιάχνουν μια ελληνική κοινότητα για χαβαλέδιασμα μεταξύ τους. Δεν έχουν καταλάβει τίποτα.
Γιατί ακόμα κι οι άνθρωποι που είναι από την Κωνσταντινούπολη νιώθουν αυτή τη δυσκολία και βιώνουν αυτή τη σχιζοφρένεια. Μίλησα σ’έναν απ’αυτούς γι’αυτή την αντίφαση της Κωνσταντινούπολης, που μου προκαλεί, το ότι τη νιώθω τόσο δική μου αλλά δεν την αντέχω. Και μου απάντησε: «καλωσήρθες».